Από τη μαθήτρια-παραμυθού-θεατρική συγγραφέα Μαριλένα Αποστ. !!!

ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ  ΜΠΟΛΙΚΟ ΚΑΘΟΛΟΥ
  
Στην Τιμολία τα πράγματα δεν ήταν πια όπως παλιά.
 Παλιά υπήρχαν πάζλ που δεν συναρμολογούνταν, κόλες που δεν κολλούσαν, γόμες που χοροπηδούσαν, κουμπαράδες που πετούσαν, βραχιόλια που τραγουδούσαν, άλμπουμ που έβγαζαν φωτογραφίες.
Και τώρα?
Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Πολύ παράξενα, λες και είναι φανταστικά, καθόλου κανονικά. Μια μέρα λοιπόν, ένας άντρας που φορούσε ροζ και μια γυναίκα με μαύρα έφυγαν μαζί με ένα αυτοκίνητο που πετάει, το μόνο κανονικό πράγμα που υπήρχε στην Τιμολία. Πολύ κόσμος πήγε να το δει, αλλά αυτό έφυγε με μία ταχύτητα πολύ μεγάλη. Ξαφνικά άνοιξε μία πύλη στον ουρανό για να μπουν μέσα. Μόλις πέρασαν η πύλη έκλεισε, μόνο μία κόλα άρχισε να τρέχει κι έτσι πρόλαβε να μπει στη πύλη. Η πύλη τους μετέφερε στο Γκαμπόν, την πιο κοντινή πόλη.
Στο Γκαμπόν τα πράγματα είναι αντίθετα. Είναι λες και τώρα το Γκαμπόν είναι Τιμολία και η Τιμολία Γκαμπόν. Αράχνες που κλαίνε και φωτιές που δεν καίνε επικρατούν παντού. Μα ένα τρένο που πετάει? Κανείς δεν θα περίμενε να δει τέτοιο τρένο στον Γκαμπόν. Ένα και μοναδικό, πετάει και μιλάει στους επιβάτες  του, ζώα κυρίως. Το τρένο αυτή τη φορά είχε δρομολόγιο στη Βολιβία και εν συνεχεία στην Νέα Υόρκη. Εκεί σταμάτησαν να πάρουν την Μπιμπί που είχε κολλήσει στον δείκτη του Big Ben και μετά τρέχοντας στο άγαλμα της Ελευθερίας, να πάρουν την Παρασκευή η οποία πρόσφατα έπεσε από ένα αεροπλάνο οπότε έμεινε εκεί. Αφού την πήραν πήγαν στο νησί της φωτιάς για να αφήσουν τους ταξιδιώτες. Εκεί οι ταξιδιώτες που είχαν κουραστεί μπόρεσαν να πιουν ένα γάλα σε μία πολυτελέστατη βίλα για σκύλους , στο ξενοδοχείο για σκύλους. Αφού ξεκουράστηκαν ξεκίνησαν για το Γκαμπόν. Πριν προλάβουν να φτάσουν τους σταμάτησαν ο άντρας και η γυναίκα με το αυτοκίνητο που πετάει. Και τότε τι κάνουν? Κάνουν το αυτοκίνητο μινιατούρα, το βάζουν στην τσέπη τους και ζητούν να επιβιβαστούν στο τρένο. Οι δύο τύποι λοιπόν μπαίνουν στο τρένο με το έτσι θέλω, παρά τις αντιρρήσεις των επιβατών. Από πίσω η κόλα έτρεχε φουριόζα - φουριόζα και σε λίγο θα έφτανε τους τύπους του τρένου. Η κόλα έτρεχε τόσο καλά που την λυπηθήκαμε. Έπρεπε να πάει στους Ολυμπιακούς, θα νικούσε σίγουρα. Τι να ήθελε άραγε? Ξαφνικά εξαφανίστηκε χωρίς να καταλάβουμε που πήγε. Αέρας πολύς φυσούσε. Το καπάκι - καπέλο ανέμιζε συνεχώς και παραλίγο να της φύγει.

Μόλις οι τύποι κατέβηκαν έκαναν το αυτοκίνητο κανονικό. Μπαίνουν μέσα, ανοίγει πάλι μία πύλη και τους μεταφέρει στο σπίτι τους όπου η κόλλα κατάφερε κι πάλι να μπει. Εκείνοι μπήκαν στο εργαστήριο τους , στο εργαστήριο του Τιμ και της Βιβής. Η κόλλα  έβγαλε για να ακούει ένα ποτηράκι κι για να βλέπει ένα ζευγάρι κιάλια. 
    η συνέχεια άλλη φορά ( το τελευταίο μου παραμύθι μέχρι τώρα )